- τῶ
- (codd. τῷ; cf. Bacch., 17. 39.)
1 therefore
τῶ σε μὴ λαθέτω P. 5.23
τῶ καὶ ἐγὼ καίπερ ἀχνύμενος θυμόν, αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι Μοῖσαν (Hartung: τῷ codd., quod receperunt alii, “Cleandro” vel “ideo” interpretantes) I. 8.5 ἁλίκων τῶ τις ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον (Schr.: τῷ cod.) I. 8.66
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.